
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΙΔΟΜΕΝΗΣ
B΄ περίοδος
(1913 - 1949)
Μετά την απελευθέρωση (1913) όσοι είχαν παρασυρθεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα επέστρεψαν στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο, ενώ ελάχιστοι αμετανόητοι αναχώρησαν οικειοθελώς για τη Βουλγαρία. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 το κτίριο του σχολείου κατεδαφίστηκε, αλλά μετά ανεγέρθη νέο, τετρατάξιο, από το ελληνικό πλέον κράτος. Φοιτούσαν ετησίως, όπως παραδίδεται προφορικά, περί τους 200 μαθητές, αριθμός που δικαιολογείται από το ότι ο πληθυσμός του Σεχόβου, όπως παρουσιάζεται από τις προ του 1913 στατιστικές, κυμαινόταν ανάμεσα σε 800 και 1000 άτομα.
Την εποχή αυτή, και μέχρι το 1916, αναφέρεται ότι δίδαξαν στο σχολείο και οι Δημήτριος Βουφόπουλος (εκ Γευγελής, τελειόφοιτος Γυμνασίου, αυστηρός και δραστήριος), Ιωάννης Ξανθός (εκ Γευγελής, τελειόφοιτος υποδιδασκαλείου, με έντονη δράση κατά το Μακεδονικό Αγώνα, τιμηθείς δια μεταλλίου). Επίσης αναφέρονται και δύο γυναίκες, η Μαρίκα Κύρκου (τελειόφοιτος σχολής νηπιαγωγών) και η Άννα Στοΐδου.
Την άνοιξη του 1916 κατέλαβαν την περιοχή τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα. Οχύρωσαν την τοποθεσία και την κατέστησαν γραμμή πυρός. Κατεδάφισαν το σχολείο και αποζημίωσαν την Κοινότητα με γερμανικές ομολογίες. Σχολείο δεν λειτούργησε διότι οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία μέχρι το 1919, οπότε επανήλθαν και λειτούργησε ξανά το σχολείο, μονοτάξιο όμως και στεγαζόμενο σε μια οικία του χωριού ως το 1926 (Τα στοιχεία για το σχολείο της Ειδομένης αντλούνται από δύο εκθέσεις, η μία του 1955 και η άλλη του 1957, γραμμένες μάλλον από τον Δ/ντή τότε του σχολείου Καραλή Θεόδωρο). Τα επτά αυτά έτη δίδαξε ο Γρηγόριος Παπαζαφειρίου (βλέπε εδώ για τη δράση του). Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο Σέχοβο πολλές προσφυγικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη.
Έχει διασωθεί, γραμμένο στα τετράδια του μαθητή της Ε΄ τάξης Γεώργιου Μιχαηλίδη, το πρόγραμμα μαθημάτων του σχολικού έτους 1924-25:

Το πρόγραμμα ήταν προσαρμοσμένο στις εκπαιδευτικές ανάγκες της εποχής και δη στην εκμάθηση της γλώσσας και στην παροχή στοιχειωδών γνώσεων επιστημών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δινόταν στην καλλιγραφία των γραμμάτων και στη γεωγραφία. Ο Παπαζαφειρίου δίδασκε προφορικά το μάθημα γράφοντας στον πίνακα τα κυριότερα σημεία. Οι μαθητές αντέγραφαν στο τετράδιο με μολύβι και μετά τα ξαναπερνούσαν από πάνω με μελάνι.
Το 1926 το Σέχοβο λαμβάνει το όνομα της αρχαίας μακεδονικής πόλης Ειδομένης, η οποία αναφέρεται στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Το ίδιο έτος ανεγέρθη από το κράτος νέο κτίριο, διτάξιο. Σιγά-σιγά πλουτίσθηκε με ωραία έπιπλα και με πολλά εποπτικά μέσα, όπως και με σχολικό κινηματογράφο και ραπτομηχανές για εκμάθηση και εξάσκηση των μαθητριών.
Από το 1926 και επί είκοσι χρόνια, μέχρι το 1946, υπηρέτησε ως δάσκαλος και διευθυντής του σχολείου ο δημοδιδάσκαλος Σιδηρόπουλος Γεώργιος. Γεννήθηκε στον Πόντο, όπου σπούδασε και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αναγκάστηκε όμως να καταφύγει στην ομόθρησκη Ρωσία για να αποφύγει επιστράτευσή του από τον τουρκικό στρατό. Εργάσθηκε κι εκεί ως Έλληνας δάσκαλος. Το 1925 έφτασε με πλοίο στον Πειραιά. Το επόμενο έτος διορίσθηκε στην Ειδομένη και χάρις στη δική του πρωτοβουλία το σχολείο είχε κήπο, μουσείο, ζωοτροφείο και μελισσοκομείο. Η δράση του δεν ήταν μόνο σχολική, ήταν εθνική, πολιτική και κοινωνική επίσης.
Το 1932, κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Ειδομένης, δίδεται στο σχολείο κλήρος 25,5 στρεμμάτων αποτελούμενος από τέσσερα αγροτεμάχια. Το 1972 προστίθεται ακόμη ένα αγροτεμάχιο και αυξάνεται η συνολική έκταση στα 29,5 στρέμματα. Κάθε τέσσερα χρόνια, μετά από φανερή πλειοδοτική δημοπρασία, ενοικιάζονται ανά τεμάχιο και το μίσθωμα αποδίδεται στο σχολικό ταμείο. Ενδεικτικά ποσά κατά καιρούς: το 1947 556.000 δρχ., το 1957 6.005 δρχ., το 1964 1.260 δρχ., το 1981 31.725 δρχ. και το 2001 370.000 δρχ.
Το 1939 ο Σιδηρόπουλος βρήκε στο νεκροταφείο της Γευγελής (εκτός ελληνικών συνόρων) το σταυρό της δασκάλας Αικατερίνης Χατζηγεωργίου. Πάνω έγραφε τα εξής: «Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη, πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι, Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904». Η ηρωίδα αυτή του Μακεδονικού Αγώνα κάηκε ζωντανή από τους κομιτατζήδες στο χωριό Γκρέτσιστα (εκτός ελληνικών συνόρων) την αυτή ημερομηνία, μη δεχόμενη να προδώσει τον αγώνα. Τον σταυρό αυτό μετέφερε στην Ειδομένη με μια πομπή που αποτελούνταν από ιερείς και μουσική εκ Γευγελής. Τον τοποθέτησε στο προαύλιο του σχολείου, στον χώρο του ηρώου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Σιδηρόπουλος προσπάθησε να κρατήσει υψηλό το φρόνημα των κατοίκων. Με τις διασυνδέσεις που είχε αναπτύξει κατόρθωνε να επηρεάζει τις αποφάσεις των Γερμανών κατακτητών εναντίον των επιδρομέων Βουλγάρων και προς όφελος των κατοίκων της περιοχής. Έχει μείνει χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι ο Σιδηρόπουλος κατόρθωσε να πείσει τους Γερμανούς να κατεβάσουν τη βουλγαρική σημαία από το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού. Πάντως το σχολείο τότε υπολειτουργούσε, μιας και οι πολεμικές συνθήκες συντελούσαν σ' αυτό (Το 1943-44 αναφέρονται τα ονόματα των Θωμόπουλου Λεωνίδα και Ευάγγελου Αθανάσιου ότι δίδαξαν στο σχολείο της Ειδομένης [Μόσχοβα Αικατερίνης, Δ/ντριας του Σχολείου, Υποβολή Δελτίου Πληροφοριών, Πινάκων και Στοιχείων του Δημ. Σχ. Ειδομένης προς τον κ. Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Παιονίας, Ειδομένη, αρ. πρωτ. 45/29-5-1977], χωρίς να μπορεί να διασταυρωθεί η πληροφορία.). Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε για την ίδρυση μαθητικών συσσιτίων και ήταν οργανωτής του προσκοπισμού στην Παιονία (γενικός έφορος).
Στις 15 Αυγούστου 1946, επιστρέφοντας από την Αξιούπολη, δολοφονήθηκε από τον Βασίλειο Μαρτινίδη, πρώην μαθητή του, για πολιτικούς λόγους. Είχε, άλλωστε, ξεκινήσει και ο εμφύλιος πόλεμος και οι δύο άντρες βρέθηκαν πολιτικά αντιμέτωποι. Ο Σιδηρόπουλος θάφτηκε στο προαύλιο του σχολείου, στον ίδιο χώρο που αυτός είχε τοποθετήσει το σταυρό της Χατζηγεωργίου. Τιμήθηκε μετά θάνατον με βραβείο αρετής και χρυσό μετάλλιο από το Ροταριανό Όμιλο Θεσσαλονίκης. Το 1955 η Κοινότητα Ειδομένης ανήγειρε τάφο χτιστό και κλειστό που υπάρχει ως σήμερα.
Μετά το θάνατο του μακροβιότερου δάσκαλου της Ειδομένης για ένα έτος δεν λειτούργησε σχολείο. Το κτίριο κατελήφθη από την αστυνομία, επειδή βρισκόταν σε μικρό ύψωμα, οχυρώνοντάς το από τις επιθέσεις των ανταρτών κατά την εμφύλια διαμάχη. Το 1947, ελλείψει διδασκάλου, διορίσθηκε ως γραμματοδιδάσκαλος ο γραμματέας της Κοινότητας Φανού Πρόδρομος Δανιηλίδης. Η πληρωμή του γινόταν σε είδος, σιτάρι και σανό, από τους γονείς των μαθητών. Ως αίθουσα διδασκαλίας χρησιμοποιούνταν ως το 1950 το τότε κοινοτικό κατάστημα ή δωμάτια σπιτιών ή και αποθήκες. Το 1948 υπηρέτησε ο Ιωάννης Τσικρικάς και το 1948-49 ο Κουτσούμπας Κων/νος από τα Καλάβρυτα.
Την περίοδο του εμφυλίου φιλοξενήθηκαν και μαθητές των γειτονικών οικισμών (Χαμηλού, Δογάνη). Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Ιανουαρίου 1949 το κτίριο του σχολείου δέχθηκε την επίθεση των ανταρτών εναντίον της αστυνομίας, που φιλοξενούσε, και στη διάρκεια της μάχης πυρπολήθηκε και αποτεφρώθηκε το κτίριο μαζί με τα αρχεία του σχολείου.